- παραλδεΰδη
- ηχημ. κυκλική οργανική ένωση, προϊόν τριμερισμού τής ακεταλδεΰδης, άχρωμο υγρό με δυσάρεστη γεύση και δριμεία οσμή που χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση ως πηγή ακεταλδεΰδης καθώς και στην ιατρική ως ηρεμιστικό - υπνωτικό φάρμακο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. paraldehyde < para- (< παρ[α]-*) + aldehyde «αλδεΰδη»].
Dictionary of Greek. 2013.